Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η κληρονομιά

  • 1 наследство

    ουδ.
    1. κληρονομιά, κληρονόμημα•

    оставить большое наследство αφήνω μεγάλη κληρονομιά•

    получить наследство παίρνω κληρονομιά•

    раздел -а μοίρασμα της κληρονομιάς•

    права -ва δικαιώματα κληρονομιάς•

    лишить -а στερώ της κληρονομιάς, αποκληρώνω•

    литературное наследство (μτφ.) λογοτεχνική κληρονομιά.

    2. διαδοχή•

    война за испанское наследство πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (των λατινοαμερικανικών κτήσεων).

    εκφρ.
    по -уεπίρ. κληρονομικά, από κληρονομιά.

    Большой русско-греческий словарь > наследство

  • 2 наследие

    ουδ.
    1. κληρονομιά•

    культурное наследие древних греков η πολιτιστική κλήρονομιά των αρχαίων Ελλήνων•

    наследие прошлого κληρονομιά του παρελθόντος.

    2. παλ. βλ. наследство.

    Большой русско-греческий словарь > наследие

  • 3 наследие

    η κληρονομιά
    -овать κληρονομώ, διαδέχομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наследие

  • 4 наследство

    наследство с το κληρονόμημα· η κληρονομιά (тж. перен.)
    * * *
    с
    το κληρονόμημα; η κληρονομία (тж. перен.)

    Русско-греческий словарь > наследство

  • 5 наследие

    наследие
    с ἡ κληρονομιά, τό κληροδότημα, τό κληρονόμημα:
    \наследие прошлого ἡ κληρονομιά τοϋ παρελθόντος.

    Русско-новогреческий словарь > наследие

  • 6 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 7 наследование

    наслед||ование
    с ἡ κληρονομιά, ἡ διαδοχή.

    Русско-новогреческий словарь > наследование

  • 8 наследство

    наслед||ство
    с ἡ κληρονομιά, τό κληρονόμημα:
    по \наследствоству κληρονομικά [-ώς]· лишать \наследствоства ἀποκλη-ρώνω.

    Русско-новогреческий словарь > наследство

  • 9 отказать

    отказать
    сов, отказывать несов
    1. (кому-л. в чем-л.) ἀρνιέμαι, ἀπορρίπτω:
    \отказать в просьбе ἀπορρίπτω παράκληση· \отказать в визе ἀρνοῦμαι νά θεωρήσω (διαβατήριο)· \отказать кому́-л. в иске юр. ἀπορρίπτω ἀγωγήν ни в чем себе не отказывать δέν στερώ τόν ἐαυτό μου ἀπό τίποτε· отказывать себе в чем-л. στεροῦμαν отказывать себе во всем τά στεροῦμαι ὅλα·
    2. (о механизме и т. п.) σταματώ·
    3. (завещать) уст. ἀφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ· ◊ не откажите в любезности ἔχετε τήν καλοσύνη· ему́ нельзя отказать в таланте δέν μπορεί κανείς νά ἀμφισβητήσει τό ταλέντο του· \отказать от дома кому́-л. уст. παύω νά δέχομαι κάποιον στό σπίτι μου, κλείνω τήν πόρτα σέ κάποιον \отказать от должности уст. ἀπολύω ἀπ· τήν θέση (ἀπ' τήν ὑπηρεσία).

    Русско-новогреческий словарь > отказать

  • 10 удел

    удел
    м
    1. (участь) ἡ μοίρα, ἡ τύχη, τό ριζικό:
    счастливый \удел ἡ καλή μοίρα·
    2. (владение князя) ист. τό πατρογονικό κτήμα, ἡ κληρονομιά

    Русско-новогреческий словарь > удел

  • 11 наследие

    [νασλιέντιιε] ουσ ο. κληρονομιά

    Русско-греческий новый словарь > наследие

  • 12 наследование

    [νασλιένταβανιιε] ουσ. ο. κληρονομιά, διαδοχή

    Русско-греческий новый словарь > наследование

  • 13 наследство

    [νασλιέτστβα] ουσ. ο. κληρονομιά

    Русско-греческий новый словарь > наследство

  • 14 наследие

    [νασλιέντιιε] ουσ ο κληρονομιά

    Русско-эллинский словарь > наследие

  • 15 наследование

    [νασλιένταβανιιε] ουσ ο κληρονομιά, διαδοχή

    Русско-эллинский словарь > наследование

  • 16 наследство

    [νασλιέτστβα] ουσ ο κληρονομιά

    Русско-эллинский словарь > наследство

  • 17 ввести

    введу, введешь, παρλθ. χρ. ввел, ввела, ввело, μτχ. παρλθ. χρ. введший, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. введенный, вр:-ден, -дена, -дено, ρ.σ.μ.
    1. εισάγω, μπάζω, βάζω μέσα, εμβάζω•

    ввести лошадь в конюшню βάζω το άλογο στο σταυλο•

    ввести судно в гавань μπάζω το σκάφος στο λιμάνι.

    || ανεβάζω•

    ввести на возвышение ανεβάζω στο ύψωμα•

    ввести на лестницу ανεβάζω στη σκάλα.

    || οδηγώ, τραβώ, έλκω•

    ввести в заблуждение οδηγώ σε παραπλάνηση, παραπλανώ.

    2. φέρνω• γνωρίζω•

    ввести друга в литературный кружок γνωρίζω το φίλο με το λογοτεχνικό όμιλο.

    3. καθιερώνω, βάζω•

    ввести пошлины на ввоз товаров καθιερώνω δασμούς στην εισαγωγή εμπορευμάτων.

    || θέτω, βάζω•

    ввести в употребление βάζω σε χρήση•

    ввести в действие θέτω σε ισχύ.

    εκφρ.
    ввести во владение ή в наследство – μεταβιβάζω την κυριότητα ή την κληρονομιά.
    εισάγομαι• μπαίνω σε χρήση• καθιερώνομαι•

    это -лось в обычай αυτό έγινε συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > ввести

  • 18 дедовский

    επ.
    1. του παππού, που ανήκει στον παππού•

    дедовский шалаш η καλύβα του παππού.

    2. προγονικός• προπατορικός•

    -иб обычаи οι συνήθειες των προγόνων•

    -ое наследство πατρογονική κληρονομιά.

    Большой русско-греческий словарь > дедовский

  • 19 доля

    γεν. πλθ. -ей θ.
    1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•

    делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•

    это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•

    моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•

    капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•

    третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.

    || δόση, κόκκος•

    в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•

    доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•

    2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.
    3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.
    εκφρ.
    быть в -е – είμαι μέτοχος•
    войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•
    принять в -ю – παίρνω μέτοχο•
    на -ю – στο μερίδιο•
    на мою -ю – στο μερίδιο μου.

    Большой русско-греческий словарь > доля

  • 20 достать

    -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.
    1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•

    достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.

    2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•

    достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.

    3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•

    достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•

    достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.

    4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•

    -нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.

    εκφρ.
    достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.
    1. περιέρχομαι στην κυριότητα•

    дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.

    || πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•

    ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•

    ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).

    2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > достать

См. также в других словарях:

  • κληρονομία — κληρονομίᾱ , κληρονομία inheritance fem nom/voc/acc dual κληρονομίᾱ , κληρονομία inheritance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομιά — και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) [κληρονόμος.] το σύνολο ή το μέρος τής περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο τού κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β.… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομίᾳ — κληρονομίαι , κληρονομία inheritance fem nom/voc pl κληρονομίᾱͅ , κληρονομία inheritance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομιά — η 1.περιουσία που περιέρχεται μετά το θάνατο του κατόχου της στην κυριότητα άλλου. 2. πνευματική ή ψυχική ιδιότητα που μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά: Έχουν κληρονομιά την εξυπνάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρονομίας — κληρονομίᾱς , κληρονομία inheritance fem acc pl κληρονομίᾱς , κληρονομία inheritance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομίαι — κληρονομία inheritance fem nom/voc pl κληρονομίᾱͅ , κληρονομία inheritance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομίαν — κληρονομίᾱν , κληρονομία inheritance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομιῶν — κληρονομία inheritance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομίαις — κληρονομία inheritance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»